Ὀρόντῃ

Ὀρόντῃ
Ὀρόντης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… …   Dictionary of Greek

  • Ευτυχίδης — (3ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Σικυώνα, μαθητής του Λύσιππου. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μεταξύ των καλλιτεχνών της 121ης Ολυμπιάδας (300 296 π.Χ.). Φιλοτέχνησε για την Αντιόχεια, που ιδρύθηκε το 300 π.Χ. στον ποταμό Ορόντη, το κολοσσιαίο χάλκινο… …   Dictionary of Greek

  • Nahr al'Asi — Vorlage:Infobox Fluss/BILD fehltVorlage:Infobox Fluss/DGWK fehltKoordinaten fehlen! Hilf mit.Vorlage:Infobox Fluss/FLUSSSYSTEM fehltVorlage:Infobox Fluss/ABFLUSS fehltVorlage:Infobox Fluss/KARTE fehlt Nahr al Asi Lage Libanon, Syrien, Türkei …   Deutsch Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κορυνηφόρος — ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, ον) αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες τού Πεισιστράτου β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη… …   Dictionary of Greek

  • ορόντιον — ὀρόντιον, τὸ (Α) είδος φυτού το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τον ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται πιθ. στο όνομα ενός γιατρού Ορόντη, που επινόησε τη θεραπευτική αυτή αγωγή] …   Dictionary of Greek

  • Αιμάθ — Ελληνική απόδοση από τους Ο’ του εβραϊκού Χαμάτ, αρχαιότατης χετιτικής πόλης της Συρίας κοντά στον Ορόντη ποταμό. Στην Παλαιά Διαθήκη απαντάται και ως Εμάθ (Αριθ. λδ’ 8, Ιησ. Ναυή ιγ’ 5) ή Ημάθ (Γ’ Βασιλ. η’ 65). Στην εύφορη περιοχή της ο Σολομών …   Dictionary of Greek

  • Αλκέτας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας, πατέρας του Αμύντα Α’ (6ος αι. π.Χ.). 2. Αδελφός του Περδίκκα B’ της Μακεδονίας (5ος αι. π.Χ.). Σκοτώθηκε με τον γιο του Αλέξανδρο, γιατί διεκδίκησε τον θρόνο. 3. Γιος του Ορόντη, αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • Αντιγόνεια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων, οι οποίες αναφέρονται και ως Αντιγονία. 1. Πόλη στη Βόρεια Ήπειρο. Ιδρύθηκε είτε το 274 π.Χ. από τον Πύρρο για να τιμήσει τη σύζυγό του Αντιγόνη ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το 263 π.Χ. από τον Αντίγονο Γονατά… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”